Share this page:  
 

Multilingual Scriptures

(Compare books in 2 different language versions of your choice)

Comparison Search:

Select Language version and font:
You can only select max. of two versions.
Book:
Chapter:
Verse:
---------
From: To:

Free Search:

Select Language version and font:
Enter search text:

Multilingual Scriptures Home » Greek Modern Bible » Ecclesiastes

Greek Modern Bible
Chapter # Verse # Verse Detail
11[] Λογοι του Εκκλησιαστου, υιου του Δαβιδ, βασιλεως εν Ιερουσαλημ.
12Ματαιοτης ματαιοτητων, ειπεν ο Εκκλησιαστης· ματαιοτης ματαιοτητων, τα παντα ματαιοτης.
13Τις ωφελεια εις τον ανθρωπον εκ παντος του μοχθου αυτου, τον οποιον μοχθει υπο τον ηλιον;
14[] Γενεα υπαγει, και γενεα ερχεται· η δε γη διαμενει εις τον αιωνα.
15Και ανατελλει ο ηλιος, και δυει ο ηλιος· και σπευδει προς τον τοπον αυτου, οθεν ανετειλεν.
16Υπαγει προς τον νοτον ο ανεμος, και επιστρεφει προς τον βορραν· ακαταπαυστως περιστρεφομενος υπαγει, και επανερχεται επι τους κυκλους αυτου, ο ανεμος.
17Παντες οι ποταμοι υπαγουσιν εις την θαλασσαν, και η θαλασσα ποτε δεν γεμιζει· εις τον τοπον οθεν ρεουσιν οι ποταμοι, εκει παλιν επιστρεφουσι, δια να υπαγωσι.
18Παντα τα πραγματα ειναι εν κοπω· δεν δυναται ανθρωπος να εκφραση τουτο· ο οφθαλμος δεν χορταινει βλεπων, και το ωτιον δεν γεμιζει ακουον.
19[] Ο, τι εγεινε, τουτο παλιν θελει γεινει· και ο, τι συνεβη, τουτο παλιν θελει συμβη· και δεν ειναι ουδεν νεον υπο τον ηλιον.
110Υπαρχει πραγμα, περι του οποιου δυναται τις να ειπη, Ιδε, τουτο ειναι νεον; τουτο εγεινεν ηδη εις τους αιωνας οιτινες υπηρξαν προ ημων.
111Δεν ειναι μνημη των προγεγονοτων, ουδε θελει εισθαι μνημη των επιγενησομενων μετα ταυτα, εις τους μελλοντας να υπαρξωσιν επειτα.
112[] Εγω ο Εκκλησιαστης εσταθην βασιλευς επι τον Ισραηλ εν Ιερουσαλημ·
113και εδωκα την καρδιαν μου εις το να εκζητησω και να ερευνησω δια της σοφιας περι παντων των γινομενων υπο τον ουρανον· τον οχληρον τουτον περισπασμον ο Θεος εδωκεν εις τους υιους των ανθρωπων, δια να μοχθωσιν εν αυτω.
114Ειδον παντα τα εργα τα γινομενα υπο τον ηλιον, και ιδου, τα παντα ματαιοτης και θλιψις πνευματος.
115Το στρεβλον δεν δυναται να γεινη ευθες, και αι ελλειψεις δεν δυνανται να αριθμηθωσιν.
116Εγω ελαλησα εν τη καρδια μου λεγων, Ιδου, εγω εμεγαλυνθην και ηυξηνθην εις σοφιαν υπερ παντας τους υπαρξαντας προ εμου εν Ιερουσαλημ, και η καρδια μου απηλαυσε πολλην σοφιαν και γνωσιν.
117Και εδωκα την καρδιαν μου εις το να γνωριση σοφιαν και εις το να γνωριση ανοησιαν και αφροσυνην· πλην εγνωρισα οτι και τουτο ειναι θλιψις πνευματος.
118Διοτι εν πολλη σοφια ειναι πολλη λυπη· και οστις προσθετει γνωσιν, προσθετει πονον.
21[] Εγω ειπα εν τη καρδια μου, Ελθε τωρα, να σε δοκιμασω δι' ευφροσυνης· και εντρυφα εις αγαθα· και ιδου, και τουτο ματαιοτης.
22Ειπα περι του γελωτος, Ειναι μωρια· και περι της χαρας, Τι ωφελει αυτη;
23Εσκεφθην εν τη καρδια μου να ευφραινω την σαρκα μου με οινον, ενω ετι η καρδια μου ησχολειτο εις την σοφιαν· και να κρατησω την μωριαν, εωσου ιδω τι ειναι το αγαθον εις τους υιους των ανθρωπων, δια να καμνωσιν αυτο υπο τον ουρανον πασας τας ημερας της ζωης αυτων.
24Εκαμον πραγματα μεγαλα εις εμαυτον· ωκοδομησα εις εμαυτον οικιας· εφυτευσα δι' εμαυτον αμπελωνας.
25Εκαμον δι' εμαυτον κηπους και παραδεισους και εφυτευσα εν αυτοις δενδρα παντος καρπου.
26Εκαμον δι' εμαυτον δεξαμενας υδατων, δια να ποτιζω εξ αυτων το αλσος το καταφυτον εκ δενδρων.
27Απεκτησα δουλους και δουλας και ειχον δουλους οικογενεις· απεκτησα ετι αγελας και ποιμνια περισσοτερα υπερ παντας τους υπαρξαντας προ εμου εν Ιερουσαλημ.
28Συνηθροισα εις εμαυτον και αργυριον και χρυσιον και εκλεκτα κειμηλια βασιλεων και τοπων· απεκτησα εις εμαυτον αδοντας και αδουσας και τα εντρυφηματα των υιων των ανθρωπων, παν ειδος παλλακιδων.
29Και εμεγαλυνθην και ηυξηνθην υπερ παντας τους υπαρξαντας προ εμου εν Ιερουσαλημ· και η σοφια μου εμενεν εν εμοι.
210Και παν ο, τι εζητησαν οι οφθαλμοι μου, δεν ηρνηθην εις αυτους· δεν εμποδισα την καρδιαν μου απο πασης ευφροσυνης, διοτι η καρδια μου ευφραινετο εις παντας τους μοχθους μου· και τουτο ητο η μερις μου εκ παντος του μοχθου μου.
211Και παρετηρησα εγω εν πασι τοις εργοις μου τα οποια εκαμον αι χειρες μου, και εν παντι τω μοχθω τον οποιον εμοχθησα, και ιδου, τα παντα ματαιοτης και θλιψις πνευματος, και ουδεν οφελος υπο τον ηλιον.
212[] Και εστραφην εγω δια να παρατηρησω την σοφιαν και την μωριαν και την αφροσυνην· διοτι τι θελει καμει ανθρωπος ελθων μετα τον βασιλεα; ο, τι εκαμον ηδη.
213Και εγω ειδον οτι η σοφια υπερεχει της αφροσυνης, καθως το φως υπερεχει του σκοτους.
214Του σοφου οι οφθαλμοι ειναι εν τη κεφαλη αυτου, ο δε αφρων περιπατει εν τω σκοτει· πλην εγω εγνωρισα ετι οτι εν συναντημα θελει συναντησει εις παντας τουτους.
215Δια τουτο ειπα εγω εν τη καρδια μου, Καθως συμβαινει εις τον αφρονα, ουτω θελει συμβη και εις εμε· δια τι λοιπον εγω να γεινω σοφωτερος; οθεν εσυμπερανα παλιν εν τη καρδια μου, οτι και τουτο ειναι ματαιοτης.
216Διοτι δεν θελει μενει διαπαντος η μνημη του σοφου ουδε του αφρονος· επειδη εν ταις επερχομεναις ημεραις τα παντα θελουσι πλεον λησμονηθη. Και πως θελει αποθανει ο σοφος μετα του αφρονος;
217[] Δια τουτο εμισησα την ζωην, διοτι μοχθηρα εφανησαν εις εμε τα εργα τα γενομενα υπο τον ηλιον· επειδη τα παντα ματαιοτης και θλιψις πνευματος.
218Εμισησα ετι εγω παντα τον μοχθον μου, τον οποιον ειχον μοχθησει υπο τον ηλιον· διοτι αφινω αυτον εις τον ανθρωπον οστις θελει σταθη μετ' εμε.
219Και τις οιδεν αν θελη εισθαι σοφος η αφρων; και ομως θελει εξουσιασει επι παντος του μοχθου μου, τον οποιον εμοχθησα και εις τον οποιον εδειξα την σοφιαν μου υπο τον ηλιον· ματαιοτης και τουτο.
220Οθεν εγω στραφεις απηλπισα την καρδιαν μου περι παντος του μοχθου, τον οποιον εμοχθησα υπο τον ηλιον.
221Διοτι ειναι ανθρωπος, του οποιου ο μοχθος εσταθη εν σοφια και γνωσει και εν ορθοτητι· και ομως αφινει αυτον εις αλλον δια μεριδα αυτου, οστις δεν εκοπιασεν εις αυτον· και τουτο ματαιοτης και κακον μεγα.
222Διοτι τις ωφελεια εις τον ανθρωπον απο παντος του μοχθου αυτου και απο της θλιψεως της καρδιας αυτου, εις τα οποια μοχθει υπο τον ηλιον;
223Επειδη πασαι αι ημεραι αυτου ειναι πονος, και οι μοχθοι αυτου λυπη· και την νυκτα ετι η καρδια αυτου δεν κοιμαται· ειναι και τουτο ματαιοτης.
224Δεν ειναι αγαθον εις τον ανθρωπον να τρωγη και να πινη και να καμνη την ψυχην αυτου να απολαμβανη καλον εκ του μοχθου αυτου; και τουτο ειδον εγω, οτι ειναι απο της χειρος του Θεου.
225Διοτι τις θελει φαγει και τις θελει εντρυφησει υπερ εμε;
226Επειδη ο Θεος εις τον ανθρωπον τον αρεστον ενωπιον αυτου διδει σοφιαν και γνωσιν και χαραν· εις δε τον αμαρτωλον διδει περισπασμον, εις το να προσθετη και να επισωρευη, δια να δωση αυτα εις τον αρεστον ενωπιον αυτου· και τουτο ματαιοτης και θλιψις πνευματος.
31[] Χρονος ειναι εις παντα, και καιρος παντι πραγματι υπο τον ουρανον.
32Καιρος του γεννασθαι και καιρος του αποθνησκειν· καιρος του φυτευειν και καιρος του εκριζονειν το πεφυτευμενον·
33καιρος του αποκτεινειν και καιρος του ιατρευειν· καιρος του καταστρεφειν και καιρος του οικοδομειν·
34καιρος του κλαιειν και καιρος του γελαν· καιρος του πενθειν και καιρος του χορευειν·
35καιρος του διασκορπιζειν λιθους και καιρος του συναγειν λιθους· καιρος του εναγκαλιζεσθαι και καιρος του απομακρυνεσθαι απο του εναγκαλισμου·
36καιρος του αποκτησαι και καιρος του απολεσαι· καιρος του φυλαττειν και καιρος του ριπτειν·
37καιρος του σχιζειν και καιρος του ραπτειν· καιρος του σιγαν και καιρος του λαλειν·
38καιρος του αγαπησαι και καιρος του μισησαι· καιρος πολεμου και καιρος ειρηνης.
39Τις ωφελεια εις τον εργαζομενον απο οσα αυτος μοχθει;
310Ειδον τον περισπασμον, τον οποιον εδωκεν ο Θεος εις τους υιους των ανθρωπων δια να μοχθωσιν εν αυτω.
311[] Τα παντα εκαμε καλα εν τω καιρω εκαστου· και τον κοσμον υπεβαλεν εις την διανοιαν αυτων, χωρις ο ανθρωπος να δυναται να εξιχνιαση απ' αρχης μεχρι τελους το εργον, το οποιον ο Θεος εκαμεν.
312Εγνωρισα οτι δεν ειναι αλλο καλον δι' αυτους, ειμη να ευφραινηται τις και να καμνη καλον εν τη ζωη αυτου.
313Και ετι το να τρωγη πας ανθρωπος και να πινη και να απολαμβανη καλον εκ παντος του μοχθου αυτου, ειναι χαρισμα Θεου.
314Εγνωρισα οτι παντα οσα εκαμεν ο Θεος, τα αυτα θελουσιν εισθαι διαπαντος· δεν ειναι δυνατον να προσθεση τις εις αυτα ουδε να αφαιρεση απ' αυτων· και ο Θεος εκαμε τουτο δια να φοβωνται ενωπιον αυτου.
315Ο, τι εγεινεν, ηδη ειναι· και ο, τι θελει γεινει, ηδη εγεινε· και ο Θεος ανακαλει τα παρελθοντα.
316[] Και ειδον ετι υπο τον ηλιον τον τοπον της κρισεως, και εκει ειναι η ανομια· και τον τοπον της δικαιοσυνης, και εκει η ανομια.
317Ειπα εγω εν τη καρδια μου, Ο Θεος θελει κρινει τον δικαιον και τον ασεβη· διοτι δι' εκαστον πραγμα και επι παντος εργου ειναι καιρος εκει.
318Ειπα εγω εν τη καρδια μου περι της καταστασεως των υιων των ανθρωπων, οτι θελει δοκιμασει αυτους ο Θεος, και θελουσιν ιδει οτι αυτοι καθ' εαυτους ειναι κτηνη.
319Διοτι το συναντημα των υιων των ανθρωπων ειναι και το συναντημα του κτηνους· και εν συναντημα ειναι εις αυτους· καθως αποθνησκει τουτο, ουτως αποθνησκει και εκεινος· και η αυτη πνοη ειναι εις παντας· και ο ανθρωπος δεν υπερτερει κατ' ουδεν το κτηνος· διοτι τα παντα ειναι ματαιοτης.
320Τα παντα καταντωσιν εις τον αυτον τοπον· τα παντα εγειναν εκ του χωματος και τα παντα επιστρεφουσιν εις το χωμα.
321Τις γνωριζει το πνευμα των υιων των ανθρωπων, αν αυτο αναβαινη εις τα ανω, και το πνευμα του κτηνους, αν αυτο καταβαινη κατω εις την γην;
322Ειδον λοιπον οτι δεν ειναι καλητερον, ειμη το να ευφραινηται ο ανθρωπος εις τα εργα αυτου· διοτι αυτη ειναι η μερις αυτου· επειδη τις θελει φερει αυτον δια να ιδη το γενησομενον μετ' αυτον;
41[] Τοτε εγω εστραφην και ειδον πασας τας αδικιας τας γινομενας υπο τον ηλιον· και ιδου, δακρυα των αδικουμενων, και δεν υπηρχεν εις αυτους ο παρηγορων· η δε δυναμις ητο εν τη χειρι των αδικουντων αυτους· και δεν υπηρχεν εις αυτους ο παρηγορων.
42Οθεν εγω εμακαρισα τους τελευτησαντας, τους ηδη αποθανοντας, μαλλον παρα τους ζωντας, οσοι ζωσιν ετι.
43Καλητερος δε αμφοτερων ειναι, οστις δεν υπηρξεν ετι, οστις δεν ειδε τα πονηρα εργα τα γινομενα υπο τον ηλιον.
44[] Προσετι εγω εθεωρησα παντα μοχθον και πασαν επιτευξιν εργου, οτι δια τουτο ο ανθρωπος φθονειται υπο του πλησιον αυτου· και τουτο ματαιοτης και θλιψις πνευματος.
45Ο αφρων περιπλεκει τας χειρας αυτου και τρωγει την εαυτου σαρκα.
46Καλητερον μια δραξ πληρης αναπαυσεως παρα δυο πληρεις μοχθου και θλιψεως πνευματος.
47[] Παλιν εστραφην εγω και ειδον ματαιοτητα υπο τον ηλιον·
48υπαρχει τις και δεν εχει δευτερον· ναι, δεν εχει ουτε υιον ουτε αδελφον· και ομως δεν παυει απο παντος του μοχθου αυτου· μαλιστα ο οφθαλμος αυτου δεν χορταινει πλουτου· και δεν λεγει, δια τινα εγω κοπιαζω και στερω την ψυχην μου απο αγαθων; και τουτο ειναι ματαιοτης και περισπασμος λυπηρος.
49Καλητεροι οι δυο υπερ τον ενα· επειδη αυτοι εχουσι καλην αντιμισθιαν εν τω κοπω αυτων.
410Διοτι, εαν πεσωσιν, ο εις θελει σηκωσει τον συντροφον αυτου· αλλ' ουαι εις τον ενα, οστις πεση και δεν εχη δευτερον να σηκωση αυτον.
411Παλιν, εαν δυο πλαγιασωσιν ομου, τοτε θερμαινονται· ο εις ομως πως θελει θερμανθη;
412Και εαν τις υπερισχυση κατα του ενος, οι δυο θελουσιν αντισταθη εις αυτον· και το τριπλουν σχοινιον δεν κοπτεται ταχεως.
413[] Καλητερον πτωχον και σοφον παιδιον παρα βασιλευς γερων και αφρων, οστις δεν ειναι πλεον επιδεκτικος νουθεσιας·
414διοτι το μεν εξερχεται εκ του οικου των δεσμιων δια να βασιλευση· ο δε και βασιλευς γεννηθεις καθισταται πενης.
415Ειδον παντας τους ζωντας τους περιπατουντας υπο τον ηλιον, μετα του υιου, του δευτερου, οστις θελει σταθη αντ' αυτου.
416Δεν υπαρχει τελος εις παντα τον λαον, εις παντας τους προυπαρξαντας αυτων· αλλ' ουδε οι μετα ταυτα θελουσιν ευφρανθη εις αυτον· λοιπον και τουτο ματαιοτης και θλιψις πνευματος.
51[] Φυλαττε τον ποδα σου, οταν υπαγης εις τον οικον του Θεου· και προθυμου μαλλον να ακουης, παρα να προσφερης θυσιαν αφρονων, οιτινες δεν αισθανονται οτι πραττουσι κακως.
52Μη σπευδε δια του στοματος σου, και η καρδια σου ας μη επιταχυνη να προφερη λογον ενωπιον του Θεου· διοτι ο Θεος ειναι εν τω ουρανω, συ δε επι της γης· οθεν οι λογοι σου ας ηναι ολιγοι.
53Επειδη το μεν ονειρον ερχεται εν τω πληθει των περισπασμων· η δε φωνη του αφρονος εν τω πληθει των λογων.
54[] Οταν ευχηθης ευχην εις τον Θεον, μη βραδυνης να αποδωσης αυτην· διοτι δεν ευαρεστειται εις τους αφρονας· αποδος ο, τι ηυχηθης.
55Καλλιον να μη ευχηθης, παρα ευχηθεις να μη αποδωσης.
56Μη συγχωρησης εις το στομα σου να φερη επι σε αμαρτιαν· μηδε ειπης ενωπιον του αγγελου, οτι ητο εξ αγνοιας· δια τι να οργισθη ο Θεος εις την φωνην σου και να αφανιση τα εργα των χειρων σου;
57Διοτι εν τω πληθει των ονειρων και εν τω πληθει των λογων ειναι ματαιοτητες· συ δε φοβου τον Θεον.
58Εαν ιδης καταθλιψιν πενητος και παραβιασιν κρισεως και δικαιοσυνης εν τη χωρα, μη θαυμασης δια τουτο· διοτι ο επι τον υψηλον υψηλοτερος επιτηρει· και επι τουτους υψηλοτεροι.
59[] Η γη ωφελει υπερ παντα· και αυτος ο βασιλευς υπο των αγρων υπηρετειται.
510Ο αγαπων το αργυριον δεν θελει χορτασθη αργυριου· ουδε εισοδηματων ο αγαπων την αφθονιαν· ματαιοτης και τουτο.
511Πληθυνομενων των αγαθων πληθυνονται και οι τρωγοντες αυτα· και τις η ωφελεια εις τους κυριους αυτων, ειμη το να θεωρωσιν αυτα δια των οφθαλμων αυτων;
512Ο υπνος του εργαζομενου ειναι γλυκυς, ειτε ολιγον φαγη, ειτε πολυ· ο δε του πλουσιου χορτασμος δεν αφινει αυτον να κοιμαται.
513Υπαρχει κακον θλιβερον, το οποιον ειδον υπο τον ηλιον· πλουτος φυλαττομενος υπο του εχοντος αυτον προς βλαβην αυτου.
514Και ο πλουτος εκεινος χανεται υπο συμφορας κακης· αυτος δε γεννα υιον και δεν εχει ουδεν εν τη χειρι αυτου.
515Καθως εξηλθεν εκ της κοιλιας της μητρος αυτου, γυμνος θελει επιστρεψει, υπαγων καθως ηλθε· και δεν θελει βασταζει ουδεν εκ του κοπου αυτου, δια να εχη εν τη χειρι αυτου.
516Και τουτο ετι κακον θλιβερον, καθως ηλθεν, ουτω να υπαγη· και τις ωφελεια εις αυτον οτι εκοπιασε δια τον ανεμον;
517Θελει προσετι τρωγει κατα πασας αυτου τας ημερας εν σκοτει και εν πολλη λυπη και αρρωστια και βασανω.
518[] Ιδου, τι ειδον εγω αγαθον· ειναι καλον να τρωγη τις και να πινη και να απολαμβανη τα αγαθα ολου του κοπου αυτου, τον οποιον κοπιαζει υπο τον ηλιον, κατα τον αριθμον των ημερων της ζωης αυτου, οσας εδωκεν ο Θεος εις αυτον· διοτι τουτο ειναι η μερις αυτου.
519Και εις οντινα ανθρωπον ο Θεος δοσας πλουτη και υπαρχοντα, εδωκεν εις αυτον και εξουσιαν να τρωγη απ' αυτων και να λαμβανη το μεριδιον αυτου και να ευφραινεται εις τον κοπον αυτου, τουτο ειναι δωρον Θεου·
520διοτι δεν θελει ενθυμεισθαι πολυ τας ημερας της ζωης αυτου· επειδη ο Θεος αποκρινεται εις την καρδιαν αυτου δι' ευφροσυνης.
61[] Υπαρχει κακον, το οποιον ειδον υπο τον ηλιον, και τουτο συχνον μεταξυ των ανθρωπων·
62Ανθρωπος, εις τον οποιον ο Θεος εδωκε πλουτον και υπαρχοντα και δοξαν, ωστε δεν στερειται η ψυχη αυτου απο παντων οσα ηθελεν επιθυμησει· πλην ο Θεος δεν εδωκεν εις αυτον εξουσιαν να τρωγη εξ αυτων, αλλα τρωγει αυτα ξενος· και τουτο ματαιοτης και ειναι νοσος κακη.
63Εαν ανθρωπος γεννηση εκατον τεκνα και ζηση πολλα ετη, ωστε αι ημεραι των ετων αυτου να γεινωσι πολλαι, και η ψυχη αυτου δεν χορταινη αγαθου και δεν λαβη και ταφην, λεγω οτι το εξαμβλωμα ειναι καλητερον παρ' αυτον.
64Διοτι ηλθεν εν ματαιοτητι και θελει υπαγει εν σκοτει, και το ονομα αυτου θελει σκεπασθη υπο σκοτους·
65δεν ειδεν, ουδε εγνωρισε τον ηλιον, εχει ομως περισσοτεραν αναπαυσιν παρ' εκεινον,
66και δισχιλια ετη αν ζηση και καλον δεν ιδη· δεν υπαγουσι παντες εις τον αυτον τοπον;
67[] Πας ο μοχθος του ανθρωπου ειναι δια το στομα αυτου; και ομως η ψυχη δεν χορταινει.
68Διοτι κατα τι υπερβαινει ο σοφος τον αφρονα; κατα τι ο πτωχος, αν και εξευρη να περιπατη εμπροσθεν των ζωντων;
69Καλλιον ειναι να βλεπη τις δια των οφθαλμων, παρα να περιπλαναται με την ψυχην· και τουτο ματαιοτης και θλιψις πνευματος.
610Ο, τι εγεινεν, ελαβεν ηδη το ονομα αυτου, και εγνωρισθη οτι ουτος ειναι ανθρωπος· και δεν δυναται να κριθη μετα του ισχυροτερου αυτου·
611[] Επειδη ειναι πολλα πραγματα πληθυνοντα την ματαιοτητα, τις ωφελεια εις τον ανθρωπον;
612Διοτι τις γνωριζει τι ειναι καλον δια τον ανθρωπον εν τη ζωη, κατα πασας τας ημερας της ζωης της ματαιοτητος αυτου, τας οποιας διερχεται ως σκιαν; διοτι τις θελει απαγγειλει προς τον ανθρωπον, τι θελει εισθαι μετ' αυτον υπο τον ηλιον;
71[] Καλλιον ονομα καλον παρα πολυτιμον μυρον· και η ημερα του θανατου παρα την ημεραν της γεννησεως.
72Καλλιον να υπαγη τις εις οικον πενθους, παρα να υπαγη εις οικον συμποσιου· διοτι τουτο ειναι το τελος παντος ανθρωπου, και ο ζων θελει βαλει αυτο εις την καρδιαν αυτου.
73Καλλιον η λυπη παρα τον γελωτα· διοτι εκ της σκυθρωποτητος του προσωπου η καρδια γινεται φαιδροτερα.
74Η καρδια των σοφων ειναι εν οικω πενθους· αλλ' η καρδια των αφρονων εν οικω ευφροσυνης.
75Καλλιον εις τον ανθρωπον να ακουη επιπληξιν σοφου, παρα να ακουη ασμα αφρονων·
76διοτι καθως ειναι ο ηχος των ακανθων υποκατω του λεβητος, ουτως ο γελως του αφρονος και τουτο ματαιοτης.
77[] Βεβαιως η καταδυναστεια παραλογιζει τον σοφον· και το δωρον διαφθειρει την καρδιαν.
78Καλλιον το τελος του πραγματος παρα την αρχην αυτου· καλητερος ο μακροθυμος παρα τον υψηλοφρονα.
79Μη σπευδε εν τω πνευματι σου να θυμονης· διοτι ο θυμος αναπαυεται εν τω κολπω των αφρονων.
710Μη ειπης, Τις η αιτια, δια την οποιαν αι παρελθουσαι ημεραι ησαν καλητεραι παρα ταυτας; διοτι δεν ερωτας φρονιμως περι τουτου.
711[] Η σοφια ειναι καλη ως η κληρονομια, και ωφελιμος εις τους βλεποντας τον ηλιον.
712Διοτι η σοφια ειναι σκεπη, ως ειναι σκεπη το αργυριον· πλην η υπεροχη της γνωσεως ειναι, οτι η σοφια ζωοποιει τους εχοντας αυτην.
713Θεωρει το εργον του Θεου· διοτι τις δυναται να καμη ευθες εκεινο, το οποιον αυτος εκαμε στρεβλον;
714Εν ημερα ευτυχιας ευφραινου, εν δε ημερα δυστυχιας σκεπτου· διοτι ο Θεος εκαμε το εν αντιστιχον του αλλου, δια να μη ευρισκη ο ανθρωπος μηδεν οπισω αυτου.
715Τα παντα ειδον εν ταις ημεραις της ματαιοτητος μου· υπαρχει δικαιος, οστις αφανιζεται εν τη δικαιοσυνη αυτου· και υπαρχει ασεβης, οστις μακροημερευει εν τη κακια αυτου.
716Μη γινου δικαιος παραπολυ, και μη φρονει σεαυτον υπερμετρα σοφον· δια τι να αφανισθης;
717Μη γινου κακος παραπολυ, και μη εσο αφρων· δια τι να αποθανης προ του καιρου σου;
718Ειναι καλον να κρατης τουτο, απο δε εκεινου να μη αποσυρης την χειρα σου· διοτι ο φοβουμενος τον Θεον θελει εκφυγει παντα ταυτα.
719Η σοφια ενδυναμονει τον σοφον περισσοτερον παρα δεκα εξουσιαζοντες, οιτινες ειναι εν τη πολει.
720Διοτι δεν υπαρχει ανθρωπος δικαιος επι της γης, οστις να πραττη το καλον και να μη αμαρτανη.
721Προσετι, μη δωσης την προσοχην σου εις παντας τους λογους οσοι λεγονται· μηποτε ακουσης τον δουλον σου καταρωμενον σε·
722διοτι πολλακις και η καρδια σου γνωριζει οτι και συ παρομοιως κατηρασθης αλλους.
723[] Παντα ταυτα εδοκιμασα δια της σοφιας· ειπα, Θελω γεινει σοφος· αλλ' αυτη απεμακρυνθη απ' εμου.
724Ο, τι ειναι πολυ μακραν και εις ακρον βαρυ, τις δυναται να ευρη τουτο;
725Εγω περιηλθον εν τη καρδια μου δια να μαθω και να ανιχνευσω, και να εκζητησω σοφιαν και τον λογον των πραγματων, και να γνωρισω την ασεβειαν της αφροσυνης και την ηλιθιοτητα της ανοησιας.
726Και ευρον οτι πικροτερα ειναι παρα θανατον η γυνη, της οποιας η καρδια ειναι παγιδες και δικτυα και αι χειρες αυτης δεσμα· ο αρεστος ενωπιον του Θεου θελει εκφυγει απ' αυτης· ο δε αμαρτωλος θελει συλληφθη εν αυτη.
727Ιδε, τουτο ευρηκα, λεγει ο Εκκλησιαστης, εξεταζων εν προς εν, δια να ευρω τον λογον·
728τον οποιον ετι η ψυχη μου εκζητει αλλα δεν ευρισκω· ανδρα ενα μεταξυ χιλιων ευρηκα· γυναικα ομως μιαν μεταξυ πασων τουτων δεν ευρηκα.
729Ιδου, τουτο μονον ευρηκα· οτι ο Θεος εκαμε τον ανθρωπον ευθυν, αλλ' αυτοι επεζητησαν λογισμους πολλους.
81[] Τις ειναι ως ο σοφος; και τις γνωριζει την λυσιν των πραγματων; η σοφια του ανθρωπου φαιδρυνει το προσωπον αυτου, και η σκληροτης του προσωπου αυτου θελει μεταβληθη.
82Εγω σε συμβουλευω να φυλαττης την προσταγην του βασιλεως, και δια τον ορκον του Θεου.
83Μη σπευδε να φυγης απ' εμπροσθεν αυτου· μη εμμενης εις πραγμα κακον· διοτι παν ο, τι θεληση, καμνει.
84Εν τω λογω του βασιλεως ειναι εξουσια· και τις θελει ειπει προς αυτον, Τι καμνεις;
85Ο φυλαττων την προσταγην δεν θελει δοκιμασει πραγμα κακον· και η καρδια του σοφου γνωριζει τον καιρον και τον τροπον.
86[] Παντι πραγματι ειναι καιρος και τροπος· οθεν η αθλιοτης του ανθρωπου ειναι πολλη επ' αυτον·
87διοτι δεν γνωριζει τι θελει συμβη· επειδη τις δυναται να απαγγειλη προς αυτον πως θελει ακολουθησει;
88Δεν υπαρχει ανθρωπος εχων εξουσιαν επι του πνευματος, ωστε να εμποδιζη το πνευμα· ουδε εχων εξουσιαν επι της ημερας του θανατου· και εν τω πολεμω δεν ειναι αποφυγη· και η ασεβεια δεν θελει ελευθερωσει τους εχοντας αυτην.
89[] Παντα ταυτα ειδον, και προσηλωσα τον νουν μου εις παν εργον, το οποιον γινεται υπο τον ηλιον· ειναι καιρος καθ' ον ο ανθρωπος εξουσιαζει ανθρωπον προς βλαβην αυτου.
810Και ουτως ειδον τους ασεβεις ενταφιασθεντας, οιτινες ηλθον και απηλθον απο της γης της αγιας και ελησμονηθησαν εν τη πολει, οπου ειχον πραξει ουτω· και τουτο ματαιοτης.
811Επειδη η κατα του πονηρου εργου αποφασις δεν εκτελειται ταχεως, δια τουτο η καρδια των υιων των ανθρωπων ειναι ολη εκδοτος εις το να πραττη το κακον.
812Αν και ο αμαρτωλος πραττη κακον, εκατοντακις και μακροημερευη, εγω ομως γνωριζω βεβαιως οτι θελει εισθαι καλον εις τους φοβουμενους τον Θεον, οιτινες φοβουνται απο προσωπου αυτου·
813εις δε τον ασεβη δεν θελει εισθαι καλον, και δεν θελουσι μακρυνθη αι ημεραι αυτου, αιτινες παρερχονται ως σκια· διοτι δεν φοβειται απο προσωπου του Θεου.
814[] Υπαρχει ματαιοτης, ητις γινεται επι της γης· οτι ειναι, δικαιοι εις τους οποιους συμβαινει κατα τα εργα των ασεβων, και ειναι ασεβεις εις τους οποιους συμβαινει κατα τα εργα των δικαιων· ειπα οτι και τουτο ματαιοτης.
815Δια τουτο εγω επηνεσα την ευφροσυνην· διοτι ο ανθρωπος δεν εχει καλητερον υπο τον ηλιον, ειμη να τρωγη και να πινη και να ευφραινηται· και τουτο θελει μεινει εις αυτον απο του κοπου αυτου εν ταις ημεραις της ζωης αυτου, τας οποιας ο Θεος εδωκεν εις αυτον υπο τον ηλιον.
816Αφου εδωκα την καρδιαν μου εις το να γνωρισω την σοφιαν και να ιδω τον περισπασμον τον γινομενον επι της γης, διοτι ουτε ημεραν ουτε νυκτα δεν βλεπουσιν υπνον εις τους οφθαλμους αυτων·
817τοτε ειδον παν το εργον του Θεου, οτι ανθρωπος δεν δυναται να ευρη το εργον το οποιον εγεινεν υπο τον ηλιον· επειδη οσον και αν κοπιαση ο ανθρωπος ζητων, βεβαιως δεν θελει ευρει· ετι δε και ο σοφος εαν ειπη να γνωριση αυτο, δεν θελει δυνηθη να ευρη.
91[] Διοτι απαν τουτο εσκεφθην εν τη καρδια μου, δια να εξιχνιασω απαν τουτο, οτι οι δικαιοι και οι σοφοι, και τα εργα αυτων, ειναι εν χειρι Θεου· δεν υπαρχει ανθρωπος γνωριζων, ειτε αγαπη θελει εισθαι ειτε μισος· τα παντα ειναι εμπροσθεν αυτων.
92Παντα συμβαινουσιν επισης εις παντας· εν συναντημα ειναι εις τον δικαιον και εις τον ασεβη, εις τον αγαθον και εις τον καθαρον και εις τον ακαθαρτον, και εις τον θυσιαζοντα και εις τον μη θυσιαζοντα· ως ο αγαθος, ουτω και ο αμαρτωλος· ο ομνυων ως ο φοβουμενος τον ορκον.
93Τουτο ειναι το κακον μεταξυ παντων των γινομενων υπο τον ηλιον, οτι εν συναντημα ειναι εις παντας· και μαλιστα η καρδια των υιων των ανθρωπων ειναι πληρης κακιας, και αφροσυνη ειναι εν τη καρδια αυτων ενοσω ζωσι, και μετα ταυτα υπαγουσι προς τους νεκρους.
94[] Διοτι εις τον εχοντα κοινωνιαν μεταξυ παντων των ζωντων ειναι ελπις· επειδη κυων ζων ειναι καλητερος παρα λεοντα νεκρον.
95Διοτι οι ζωντες γνωριζουσιν οτι θελουσιν αποθανει· αλλ' οι νεκροι δεν γνωριζουσιν ουδεν ουδε εχουσι πλεον απολαυσιν· επειδη το μνημοσυνον αυτων ελησμονηθη.
96Ετι και η αγαπη αυτων και το μισος αυτων και ο φθονος αυτων ηδη εχαθη· και δεν θελουσιν εχει πλεον εις τον αιωνα μεριδα εις παντα οσα γινονται υπο τον ηλιον.
97Υπαγε, φαγε τον αρτον σου εν ευφροσυνη και πιε τον οινον σου εν ευθυμω καρδια· διοτι ηδη ο Θεος ευαρεστειται εις τα εργα σου.
98Εν παντι καιρω ας ηναι λευκα τα ιματια σου· και ελαιον ας μη εκλειψη απο της κεφαλης σου.
99Χαιρου ζωην μετα της γυναικος, την οποιαν ηγαπησας, πασας τας ημερας της ζωης της ματαιοτητος σου, αιτινες σοι εδοθησαν υπο τον ηλιον, πασας τας ημερας της ματαιοτητος σου· διοτι τουτο ειναι η μερις σου εν τη ζωη και εν τω μοχθω σου, τον οποιον μοχθεις υπο τον ηλιον.
910Παντα οσα ευρη η χειρ σου να καμη, καμε κατα την δυναμιν σου· διοτι δεν ειναι πραξις ουτε λογισμος ουτε γνωσις ουτε σοφια εν τω αδη οπου υπαγεις.
911[] Επεστρεψα και ειδον υπο τον ηλιον, οτι ο δρομος δεν ειναι εις τους ταχυποδας, ουδε ο πολεμος εις τους δυνατους, αλλ' ουδε ο αρτος εις τους σοφους, αλλ' ουδε τα πλουτη εις τους νοημονας, αλλ' ουδε η χαρις εις τους αξιους· διοτι καιρος και περιστασις συναντα εις παντας αυτους.
912Διοτι ουδε ο ανθρωπος γνωριζει τον καιρον αυτου· καθως οι ιχθυες οιτινες πιανονται εν κακω δικτυω, και καθως τα πτηνα, τα οποια πιανονται εν παγιδι, ουτω παγιδευονται οι υιοι των ανθρωπων εν καιρω κακω οταν εξαιφνης επελθη επ' αυτους.
913[] Και ταυτην την σοφιαν ειδον υπο τον ηλιον, και εφανη εις εμε μεγαλη·
914Ητο μικρα πολις και ανδρες εν αυτη ολιγοι· και ηλθε κατ' αυτης βασιλευς μεγας και επολιορκησεν αυτην και ωκοδομησεν εναντιον αυτης προχωματα μεγαλα·
915αλλ' ευρεθη εν αυτη ανθρωπος πτωχος και σοφος, και αυτος δια της σοφιας αυτου ηλευθερωσε την πολιν· πλην ουδεις ενεθυμηθη τον πτωχον εκεινον ανθρωπον.
916Τοτε εγω ειπα, Η σοφια ειναι καλητερα παρα την δυναμιν, αν και η σοφια του πτωχου καταφρονηται και οι λογοι αυτου δεν εισακουωνται.
917Οι λογοι των σοφων εν ησυχια ακουονται μαλλον παρα την κραυγην του εξουσιαζοντος μετα αφρονων.
918Η σοφια ειναι καλητερα παρα τα οπλα του πολεμου· εις δε αμαρτωλος αφανιζει μεγαλα καλα.
101[] Μυιαι αποθνησκουσαι καμνουσι το μυρον του μυρεψου να βρωμα, να αναβραζη· και μικρα αφροσυνη ατιμαζει τον εν υποληψει επι σοφια και τιμη.
102Η καρδια του σοφου ειναι εν τη δεξια αυτου· η δε καρδια του αφρονος εν τη αριστερα αυτου.
103Και ετι οταν ο αφρων περιπατη εν τη οδω, λειπει συνεσις αυτου και αναγγελλει προς παντας οτι ειναι αφρων.
104[] Εαν το πνευμα του ηγεμονος εγερθη εναντιον σου, μη αφησης τον τοπον σου· διοτι η γλυκυτης καταπαυει αμαρτιας μεγαλας.
105Ειναι κακον το οποιον ειδον υπο τον ηλιον, λαθος, λεγω, προερχομενον απο του εξουσιαστου·
106οτι ο αφρων βαλλεται εις μεγαλας αξιας, οι δε πλουσιοι καθηνται εν ταπεινω τοπω.
107Ειδον δουλους εφ' ιππων και αρχοντας περιπατουντας ως δουλους επι της γης.
108Οστις σκαπτει λακκον, θελει πεσει εις αυτον· και οστις χαλα φραγμον, οφις θελει δαγκασει αυτον.
109Ο μετακινων λιθους θελει βλαφθη υπ' αυτων· ο σχιζων ξυλα θελει κινδυνευσει εν αυτοις.
1010Εαν ο σιδηρος αμβλυνθη και δεν ακονιση τις την κοψιν αυτου, πρεπει να προσθεση δυναμιν· η σοφια δε ειναι ωφελιμος προς διευθυνσιν.
1011Εαν ο οφις δαγκανη χωρις συριγμου, πλην και ο συκοφαντης καλητερος δεν ειναι.
1012[] Οι λογοι του στοματος του σοφου ειναι χαρις· τα δε χειλη του αφρονος θελουσι καταπιει αυτον.
1013Η αρχη των λογων του στοματος αυτου ειναι αφροσυνη· και το τελος της ομιλιας αυτου κακη μωρια.
1014Ο αφρων προσετι πληθυνει λογους, ενω ο ανθρωπος δεν εξευρει τι μελλει γενεσθαι· και τις δυναται να απαγγειλη προς αυτον τι θελει εισθαι μετ' αυτον;
1015Ο μοχθος των αφρονων απαυδιζει αυτους, επειδη δεν εξευρουσι να υπαγωσιν εις την πολιν.
1016[] Ουαι εις σε, γη, της οποιας ο βασιλευς ειναι νεος, και οι αρχοντες σου τρωγουσι το πρωι
1017Μακαρια συ, γη, της οποιας ο βασιλευς ειναι υιος ευγενων, και οι αρχοντες σου τρωγουσιν εν καιρω προς ενισχυσιν και ουχι προς μεθην
1018Δια την πολλην οκνηριαν πιπτει η στεγασις· και δια την αργιαν των χειρων σταλαζει η οικια.
1019Δι' ευθυμιαν καμνουσι συμποσια, και ο οινος ευφραινει τους ζωντας· το δε αργυριον αποκρινεται εις παντα.
1020Μη καταρασθης τον βασιλεα μηδε εν τη διανοια σου· και μη καταρασθης τον πλουσιον εν τω ταμειω του κοιτωνος σου· διοτι πτηνον του ουρανου θελει φερει την φωνην, και το εχον τας πτερυγας θελει αναγγειλει το πραγμα.
111[] Ριψον τον αρτον σου επι προσωπον των υδατων· διοτι εν ταις πολλαις ημεραις θελεις ευρει αυτον.
112Δος μεριδιον εις επτα και ετι εις οκτω· διοτι δεν εξευρεις τι κακον θελει γεινει επι της γης.
113Εαν τα νεφη ηναι πληρη, θελουσι διαχυσει βροχην επι την γην· και εαν δενδρον πεση προς τον νοτον η προς τον βορραν, εν τω τοπω οπου πεση το δενδρον, εκει θελει μεινει.
114Οστις παρατηρει τον ανεμον, δεν θελει σπειρει· και οστις θεωρει τα νεφη, δεν θελει θερισει.
115Καθως δεν γνωριζεις τις η οδος του ανεμου ουδε τινι τροπω μορφονονται τα οστα εν τη κοιλια της κυοφορουσης, ουτω δεν γνωριζεις τα εργα του Θεου, οστις καμνει τα παντα.
116Σπειρε τον σπορον σου το πρωι, και την εσπεραν ας μη ησυχαση η χειρ σου· διοτι δεν εξευρεις τι θελει ευδοκιμησει, τουτο η εκεινο, η εαν και τα δυο ηναι επισης αγαθα.
117[] Γλυκυ βεβαια ειναι το φως, και ευαρεστον εις τους οφθαλμους να βλεπωσι τον ηλιον·
118αλλα και εαν ο ανθρωπος ζηση ετη πολλα και ευφραινηται εν πασι τουτοις, ας ενθυμηθη ομως τας ημερας του σκοτους, οτι θελουσιν εισθαι πολλαι. Παντα τα συμβαινοντα ματαιοτης.
119Ευφραινου, νεανισκε, εν τη νεοτητι σου· και η καρδια σου ας σε χαροποιη εν ταις ημεραις της νεοτητος σου· και περιπατει κατα τας επιθυμιας της καρδιας σου και κατα την ορασιν των οφθαλμων σου· πλην εξευρε, οτι δια παντα ταυτα ο Θεος θελει σε φερει εις κρισιν.
1110Και αφαιρεσον τον θυμον απο της καρδιας σου, και απομακρυνον την πονηριαν απο της σαρκος σου· διοτι η νεοτης και η παιδικη ηλικια ειναι ματαιοτης.
121[] Και ενθυμου τον Πλαστην σου εν ταις ημεραις της νεοτητος σου· πριν ελθωσιν αι κακαι ημεραι, και φθασωσι τα ετη εις τα οποια θελεις ειπει, Δεν εχω ευχαριστησιν εις αυτα·
122πριν σκοτισθη ο ηλιος και το φως και σεληνη και οι αστερες, και επανελθωσι τα νεφη μετα την βροχην·
123οτε οι φυλακες της οικιας θελουσι τρεμει, και οι ανδρες οι ισχυροι θελουσι κλονιζεσθαι, και αι αλεθουσαι θελουσι παυσει· διοτι ωλιγοστευθησαν, και αι βλεπουσαι δια των θυριδων θελουσιν αμαυρωθη·
124και αι θυραι θελουσι κλεισθη εν τη οδω, οτε θελει ασθενησει η φωνη της αλεθουσης, και ο ανθρωπος θελει εξεγειρεσθαι εις την φωνην του στρουθιου, και πασαι αι θυγατερες του ασματος ατονισωσιν·
125οτε θελουσι φοβεισθαι το υψος και θελουσι τρεμει εν τη οδω· οτε η αμυγδαλεα θελει ανθησει και η ακρις θελει προξενει βαρος και η ορεξις θελει εκλειψει· διοτι ο ανθρωπος υπαγει εις τον αιωνιον οικον αυτου και οι πενθουντες περικυκλουσι τας οδους·
126πριν λυθη η αργυρα αλυσος και σπαση ο λυχνος ο χρυσους η συντριφθη η υδρια εν τη πηγη η χαλαση ο τροχος εν τω φρεατι,
127και επιστρεψη το χωμα εις την γην, καθως ητο, και το πνευμα επιστρεψη εις τον Θεον, οστις εδωκεν αυτο.
128[] Ματαιοτης ματαιοτητων, ειπεν ο Εκκλησιαστης· τα παντα ματαιοτης.
129Και οσον περισσοτερον ο Εκκλησιαστης εσταθη σοφος, τοσον περισσοτερον εδιδαξε την γνωσιν εις τον λαον· μαλιστα επροσεξε και ηρευνησε και εβαλεν εις ταξιν πολλας παροιμιας.
1210Ο Εκκλησιαστης εζητησε να ευρη λογους ευαρεστους· και το γεγραμμενον ητο ευθυτης και λογοι αληθειας.
1211Οι λογοι των σοφων ειναι ως βουκεντρα και ως καρφια εμπεπηγμενα υπο των διδασκαλων των συναθροισαντων αυτους· εδοθησαν δε παρα του αυτου ποιμενος.
1212Περιπλεον δε τουτων, μαθε, υιε μου, οτι το να καμνη τις πολλα βιβλια δεν εχει τελος, και η πολλη μελετη ειναι μοχθος εις την σαρκα.
1213[] Ας ακουσωμεν το τελος της ολης υποθεσεως· φοβου τον Θεον και φυλαττε τας εντολας αυτου, επειδη τουτο ειναι το παν του ανθρωπου.
1214Διοτι ο Θεος θελει φερει εις κρισιν παν εργον και παν κρυπτον, ειτε αγαθον ειτε πονηρον.